- σεληνιακή
- σεληνιακόςlunarfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεληνιακῇ — σεληνιακός lunar fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βενδίς — Σεληνιακή θεότητα των Θρακών, που ταυτίζεται με την Εκάτη ή την Αρτέμιδα ή την Περσεφόνη. Στον Πειραιά εορτάζονταν τα Βενδίδεια, από την εποχή του Περικλή και έπειτα, με δημόσιες θυσίες και τελετές. Βενδίδειον λεγόταν και το ιερό της θεάς στη… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
σεληνιακός — ή, ό / σεληνιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως») νεοελλ. αρχ. (φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή τής Σελήνης γύρω από την Γη νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
φεγγάρι — Ο δορυφόρος της Γης. Bλ. λ. Σελήνη. * * * το / φεγγάριον, ΝΜ η σελήνη («είναι νύκτα γλυκιά, και το φεγγάρι δε βγαίνει να σκεπάσει άστρο κανένα», Σολωμ.) νεοελλ. 1. το φως τής σελήνης, σεληνόφως 2. σεληνιακή περίοδος, σεληνιακός μήνας («η φιλία… … Dictionary of Greek
φώτισμα — ίσματος, το, ΝΜΑ [φωτίζω] εκκλ. 1. μετάδοση τής θείας χάρης 2. το μυστήριο τού βαπτίσματος νεοελλ. παροχή φωτός, φωτισμός αρχ. σεληνιακή φάση … Dictionary of Greek
Βριτόμαρτις ή Βριτόμαρπις — Θεότητα της μινωικής θρησκείας στην Κρήτη. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, καταγόταν από τη Φοινίκη και εμφανίστηκε αρχικά στο Άργος. Το όνομά της σημαίνει γλυκιά παρθένα και ήταν κόρη του Δία και της Κάρμης. Στην Κρήτη, την ταύτιζαν αρχικά με την Άρτεμη … Dictionary of Greek